- κινναμώμου
- κιννάμωμονḳinnamonneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κινναμωμίς — κινναμωμίς, ίδος, ἡ (Α) [κιννάμωμον] κατώτερο είδος κιννάμωμου … Dictionary of Greek
μαλάβαθρον — και μαλόβαθρον, τὸ (Α) αρωματικό ινδικό φυτό, πιθ. είδος τού κινναμώμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. < αρχ. ινδ. tamāla pattra «τα φύλλα τού δέντρου tamāla », το οποίο μεταγράφηκε στην Ελληνική ως μαλάβαθρον (πρβλ. λατ. malabathrum και… … Dictionary of Greek
μοτώ — (I) μοτῶ, όω (Α) [μοτός] θέτω μοτό πάνω σε τραύμα. (II) μοτώ, ἡ (Α) είδος κινναμώμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
μόσυλον — μόσυλον, τὸ (Α) είδος κινναμώμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. μαρτυρείται στο τοπωνύμιο Μόσυλοι] … Dictionary of Greek
οποκιννάμωμον — ὀποκιννάμωμον, τὸ (Α) ο οπός τού κινναμώμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός + κιννάμωμον] … Dictionary of Greek